Η μικροζυθοποιία Drake’s στο San Leandro της Καλιφόρνια είναι μια από τις πολλές ζυθοποιίες της Αμερικανικής craft beer σκηνής, που με τις μπύρες τους καλύπτουν την όλο και μεγαλύτερη ζήτηση του τοπικού κοινού για ποιοτική μπύρα. Όπως οι περισσότερες μικροζυθοποιίες, έτσι και η Drake’s ξεκίνησε από το πάθος ενός ανθρώπου να φτιάξει καλή μπύρα και από την θερμή υποδοχή που δέχτηκε το δημιούργημά του, οδηγώντας τον στο να κάνει το χόμπυ του δουλειά και να ξεκινήσει τη ζυθοποίηση σε μεγαλύτερη κλίμακα. O Roger Lind ξεκίνησε λοιπόν την “Drake’s” (τότε λεγόταν ακόμη “Lind Brewing Co.”) το 1989, όταν εγκαταστάθηκε στο παλιό εργοστάσιο της Caterpillar (φτιαγμένο το 1946 το εργοστάσιο ήταν ο τόπος κατασκευής των αυτοκινήτων της Dodge).
H μικροζυθοποιία του πουλούσε μόνο χονδρική, οπότε ο Roger σε ένα χαρακτηριστικό “one man show” εκτός απ’ όλες τις δουλειές μέσα στη ζυθοποιία, πήγαινε τα βαρέλια στους πελάτες, προωθούσε το προϊόν του στα φεστιβάλ, ξεναγούσε τους επισκέπτες στις εγκαταστάσεις της Lind, κλπ, κλπ. Εκείνα τα πρώτα χρόνια της Αμερικανικής μικροζυθοποιίας, ο Roger είχε φτιάξει εξαιρετική φήμη στην περιοχή, για την ποιότητα της μπύρας που έφτιαχνε και αρκετές απ’ τις δημιουργίες του είχαν γίνει κλασσικές, όπως η εποχιακή “Jolly Roger”. Μετά από δέκα χρόνια, ο Roger Lind αποφάσισε να παραδώσει τα ηνία και την τύχη της ζυθοποιίας στην οικογένεια των Rogers, που είχε το εργαστήριο παραγωγής καφέ εκεί δίπλα, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Και έτσι σε νέα πια χέρια και υπό την καθοδήγηση αρκετών νέων αλλά εμπνευσμένων brewmasters που πέρασαν απ’ τα καζάνια της, η ζυθοποιία όχι μόνο επιβίωσε μέχρι και τις μέρες μας, αλλά και ανέβασε τη φήμη της, με την παραγωγή νέων πετυχημένων συνταγών. Το 2008, στο τιμόνι της (πλέον) Drake’s μπαίνουν οι John Martin και Roy Kirkorian της Triple Rock Brewing (η ζυθοποιία στην οποία είχε μαθητεύσει στις αρχές και ο Roger Lind)
Πλέον η Drake’s έχει μια αξιοσέβαστη επιλογή από 10 ετικέτες συνεχούς παραγωγής και άλλες τόσες περίπου εποχιακές, αλλά και όπως όλες οι ζυθοποιίες που σέβονται τον εαυτό τους την σήμερα εποχή, έχει και το barrel room της.
Από την σειρά των Drake’s δοκίμασα τρεις: Hopοcalypse DIPA, Denoginizer Imperial IPA και Drakonik Imperial Stout. Σήμερα θα δούμε μαζί την πρώτη απ’ αυτές, η οποία είναι και η πιο φημισμένη της ζυθοποιίας, καταφέρνοντας να κάνει μάλιστα τη μέρα κυκλοφορίας της και μια ιδιαίτερη γιορτή.
Μπορεί η “Hopocalypse Day” να μην είναι ακριβώς η μέρα της Αποκάλυψης (έστω του λυκίσκου ) αλλά στην Drake’s τη γιορτάζουν αναλόγως, καλώντας τους φίλους της ζυθοποιίας στις εγκαταστάσεις, όπου ανοίγουν τα πρώτα βαρέλια της Hopocalyps-ης, αλλά και διαθέτοντας την περιορισμένης παραγωγής αδελφή της, την “Hopocalypse Black Label Triple IPA”.
Εμπρός λοιπόν για τη δοκιμή μας
Όμορφη όπως όλες οι ετικέτες της Drake’s, η ετικέτα της Hopocalypse μας δίνει μια καλή ιδέα για το τι “παίζει” μέσα στο μπουκάλι.
Το χρώμα της σκούρο πορτοκαλί, σχετικά διαυγές, ενώ ο υπόλευκος, κιτρινίζων αφρός της φτιάχνει ένα χαμηλού όγκου, αλλά ανάγλυφο, κρεμώδες κεφάλι, που σε λίγο υποχωρεί σε λεπτό καπάκι.
Το άρωμά της πλούσιο, με το λυκίσκο φυσικά να κυριαρχεί, δίνοντας νότες πεύκου, ρετσινιού και λεμονιού.
Το σώμα της γεμάτο. Ελαφρύ τσίμπημα στο στόμα, με το αλκοόλ να κάνει αρκετά έντονη την παρουσία του.
Γεύση δυνατή αλλά ισορροπημένη, με τα malts να παίρνουν τον πρώτο λόγο, μέχρι ν’ αναλάβει να τα “σβήσει” ο λυκίσκος αμέσως μετά.
Πολυδιάστατη, ευκολόπιοτη, χωρίς όμως να ξεσηκώνει ή να σου αφήνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Γενικά μια καλή IPA, που φαντάζομαι πως αν την έπινα και φρέσκια στο Drake’s tap room θα την εκτιμούσα πιθανότατα και περισσότερο
Βαθμολογία: 8.5/10 πάνω κάτω σε όλους τους τομείς!
H μικροζυθοποιία του πουλούσε μόνο χονδρική, οπότε ο Roger σε ένα χαρακτηριστικό “one man show” εκτός απ’ όλες τις δουλειές μέσα στη ζυθοποιία, πήγαινε τα βαρέλια στους πελάτες, προωθούσε το προϊόν του στα φεστιβάλ, ξεναγούσε τους επισκέπτες στις εγκαταστάσεις της Lind, κλπ, κλπ. Εκείνα τα πρώτα χρόνια της Αμερικανικής μικροζυθοποιίας, ο Roger είχε φτιάξει εξαιρετική φήμη στην περιοχή, για την ποιότητα της μπύρας που έφτιαχνε και αρκετές απ’ τις δημιουργίες του είχαν γίνει κλασσικές, όπως η εποχιακή “Jolly Roger”. Μετά από δέκα χρόνια, ο Roger Lind αποφάσισε να παραδώσει τα ηνία και την τύχη της ζυθοποιίας στην οικογένεια των Rogers, που είχε το εργαστήριο παραγωγής καφέ εκεί δίπλα, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Και έτσι σε νέα πια χέρια και υπό την καθοδήγηση αρκετών νέων αλλά εμπνευσμένων brewmasters που πέρασαν απ’ τα καζάνια της, η ζυθοποιία όχι μόνο επιβίωσε μέχρι και τις μέρες μας, αλλά και ανέβασε τη φήμη της, με την παραγωγή νέων πετυχημένων συνταγών. Το 2008, στο τιμόνι της (πλέον) Drake’s μπαίνουν οι John Martin και Roy Kirkorian της Triple Rock Brewing (η ζυθοποιία στην οποία είχε μαθητεύσει στις αρχές και ο Roger Lind)
Πλέον η Drake’s έχει μια αξιοσέβαστη επιλογή από 10 ετικέτες συνεχούς παραγωγής και άλλες τόσες περίπου εποχιακές, αλλά και όπως όλες οι ζυθοποιίες που σέβονται τον εαυτό τους την σήμερα εποχή, έχει και το barrel room της.
Από την σειρά των Drake’s δοκίμασα τρεις: Hopοcalypse DIPA, Denoginizer Imperial IPA και Drakonik Imperial Stout. Σήμερα θα δούμε μαζί την πρώτη απ’ αυτές, η οποία είναι και η πιο φημισμένη της ζυθοποιίας, καταφέρνοντας να κάνει μάλιστα τη μέρα κυκλοφορίας της και μια ιδιαίτερη γιορτή.
Μπορεί η “Hopocalypse Day” να μην είναι ακριβώς η μέρα της Αποκάλυψης (έστω του λυκίσκου ) αλλά στην Drake’s τη γιορτάζουν αναλόγως, καλώντας τους φίλους της ζυθοποιίας στις εγκαταστάσεις, όπου ανοίγουν τα πρώτα βαρέλια της Hopocalyps-ης, αλλά και διαθέτοντας την περιορισμένης παραγωγής αδελφή της, την “Hopocalypse Black Label Triple IPA”.
Εμπρός λοιπόν για τη δοκιμή μας
Όμορφη όπως όλες οι ετικέτες της Drake’s, η ετικέτα της Hopocalypse μας δίνει μια καλή ιδέα για το τι “παίζει” μέσα στο μπουκάλι.
Το χρώμα της σκούρο πορτοκαλί, σχετικά διαυγές, ενώ ο υπόλευκος, κιτρινίζων αφρός της φτιάχνει ένα χαμηλού όγκου, αλλά ανάγλυφο, κρεμώδες κεφάλι, που σε λίγο υποχωρεί σε λεπτό καπάκι.
Το άρωμά της πλούσιο, με το λυκίσκο φυσικά να κυριαρχεί, δίνοντας νότες πεύκου, ρετσινιού και λεμονιού.
Το σώμα της γεμάτο. Ελαφρύ τσίμπημα στο στόμα, με το αλκοόλ να κάνει αρκετά έντονη την παρουσία του.
Γεύση δυνατή αλλά ισορροπημένη, με τα malts να παίρνουν τον πρώτο λόγο, μέχρι ν’ αναλάβει να τα “σβήσει” ο λυκίσκος αμέσως μετά.
Πολυδιάστατη, ευκολόπιοτη, χωρίς όμως να ξεσηκώνει ή να σου αφήνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Γενικά μια καλή IPA, που φαντάζομαι πως αν την έπινα και φρέσκια στο Drake’s tap room θα την εκτιμούσα πιθανότατα και περισσότερο
Βαθμολογία: 8.5/10 πάνω κάτω σε όλους τους τομείς!
Προσεχώς…
και…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου