Τρίτη 9 Ιουλίου 2024
Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023
Cory the King of Barrels
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020
2010-2020: 10 Χρόνια The Local Pub Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια ρε φίλε;
Ζώντας στο ζοφερό 2020, ο χρόνος περνά σαν νερό και τα γεγονότα χάνουν την ουσία τους. Μ’αυτά και μ’ αυτά στις 17 του Νοέμβρη που μας πέρασε, πληροφορηθήκαμε με σχετική ανάρτηση στο FB πως η αγαπημένη Τοπική, έκλεισε-κλειστή-10 χρόνια λειτουργίας. Έτσι απλά, με μια επετειακή West Coast IPA για το σπίτι, χωρίς την απαραίτητη γιορτή για να σμίξουμε και να θυμηθούμε πως, διάολε, πέρασαν όλα αυτά τα όμορφα χρόνια γεμάτα ποιοτική craft μπύρα και πάμπολλες αξέχαστες παρεΐστικες στιγμές. Γιατί όπως έγραφε και ο Chalice σ’ εκείνο το «μανιφέστο» που άνοιγε τους Μπυραματισμούς το 2010:
«Αγαπώ τη μπύρα. Όχι τόσο αυτή καθαυτή την υγρή θεά του κριθαριού, που πότε μας εμφανίζεται ξανθιά, πότε κοκκινωπή, πότε καφετιά ή μαύρη, πότε γλυκιά, πότε πικρή, αλλά και κάποιες φορές ξινόγλυκη, όσο τον κόσμο που γυρίζει γύρω της...»
Μπυραματιστές & 2 Χρόνια Μπυραματισμοί @TheLocalPub 21/9/2012 |
Ναι, και οι Μπυραματισμοί παρεμπιπτόντως, αν δεν βρισκόντουσαν σε “hibernation mode” τα τελευταία χρόνια, θα θυμόμασταν πως τον περασμένο Σεπτέμβρη έκλεισαν επίσης 10 χρόνια. 10 χρόνια συμπόρευσης με τη Λόκαλ, με επίκεντρο την κουλτούρα της ποιοτικής μπύρας και την εξάπλωσή της. Η Local Pub ήταν το στέκι μας, στον Νότο, γιατί στον Βορρά ήταν το τέως Ipanema νυν Hoppy Pub. Βόρειοι και Νότιοι πάντα κάπου μεταξύ των δυο βρισκόμασταν, εκτός σπιτιών και φεστιβαλικών εξορμήσεων.
Σχόλιο σε μπυροφόρουμ |
Mέχρι την εμφάνιση των δυο μπυροπόστων, μπορούσες να βγεις για να πιείς κάτι διαφορετικό πέρα από παγωμένη λάγκερ, είτε στις κλασικές μπυραρίες με το τρίπτυχο λουκάνικα-κότσι-βάις και στο τσακίρ κέφι καμιά Βελγίδα, είτε στις ιρλανδέζικες παμπ με τα 2-3 τετριμμένα ιρλανδικά ale, είτε σε κάποια μπαρ/καφέ που πέρα από «ψαγμένη» Μακφάρλαντ και αποκλειστικότητες Αθηναϊκής, είχαν και καμιά ελληνική ετικέτα από τις μετρημένες τότε νεόκοπες μικροζυθοποιίες, αλλά πολλές φορές με μπουκάλια κακοσυντηρημένα και σχεδόν πάντα κακοσερβιρισμένα με παγωμένο ποτήρι.
Εξαιρέσεις στον κανόνα υπήρχαν, όπως το Beer Store στη Θεσσαλονίκη που ξεκίνησε στις αρχές του 2010, με δυνατή λίστα και διπλή λειτουργία, κάβας και μπαρ. Επί της ουσίας όμως, η κουλτούρα της craft μπύρας βρήκε στέγη στη Local και στη Hoppy. Ζωντανοί χώροι συνάντησης και γνωριμιών με νέους ζυθόφιλους, συζητήσεων, ζύμωσης ιδεών, μπόλικων μπυροδοκιμών, αλλά κυρίως χώροι αξέχαστων εμπειριών.
Σχόλιο σε μπυροφόρουμ |
Ήταν Αύγουστος του 2011, όταν οι δρόμοι των Μπυραματισμών έσμιξαν για πρώτη φορά με την «Τοπική», στο επίσημο τότε opening party με BBQ. Η είδηση για βαρελάκι “Southern Tier IPA” ήταν αρκετή για να τραβήξει την παρέα των Μπυραματιστών μέχρι το Χαλάνδρι και να δούμε από κοντά τι διαφορετικό είχε να προσφέρει η Local Pub συγκριτικά με τις υπάρχουσες, γνωστές Irish pub της πόλης.
Ίσως, ο Φώτης και ο Βασίλης όταν τον Νοέμβρη του 2010 άνοιγαν τη Λόκαλ, στο αποκομμένο αίθριο της Χαϊμαντά, να μην είχαν φανταστεί την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά πολύ γρήγορα, χάριν των επιλογών τους, η Τοπική έγινε πόλος έλξης αρκετού κόσμου που ήθελε να γνωρίσει τον θαυμαστό κόσμο της ποιοτικής craft μπύρας, αποκτώντας έτσι ένα πιστό κοινό. Να θυμίσουμε πως οι λέξεις IPA και Stout παρέμεναν ακόμα άγνωστες εκτός του κύκλου των μυημένων και στη Λόκαλ οι περισσότεροι τις γνώρισαν για πρώτη φορά.
Κριτική σε μπυροφόρουμ |
Αλήθεια, ποιες μπυράκλες να πρωτοθυμηθούμε από όλες αυτές που παρέλασαν στη μπάρα της Τοπικής;
Τις μοναδικές μπύρες της επαναστατικής τότε μίκρο από τη Σκωτία, της Brewdog, που ουκ ολίγες φορές πήραν δεσπόζουσα
θέση στις βρύσες και τα ράφια της Λόκαλ...
Φώτης & Mr."Anderson Valley" Trey White Μάιος 2014 |
...ή μήπως τα απίστευτα hops των θρυλικών μικροζυθοποιίων Alchemist, Trillium, Treehouse και Russian River που έφταναν κατά καιρούς απευθείας από Αμερική χάρη στην τρέλα του Φώτη και το πείσμα του να μυήσει και άλλους φίλους της Λόκαλ στη φάση;
Και, βεβαίως, το ΓΕΓΟΝΟΣ, το βαρελάκι Bourbon County από Goose Island που κούμπωσε το 2017 στις βρύσες της Τοπικής, για να γιορτάσουμε την ανακήρυξη της από το Ratebeer, για ακόμη μια χρονιά, ως το καλύτερο beer bar στην Ελλάδα μαζί με τη Hoppy.
Σχόλιο σε μπυροφόρουμ |
Αυτό που πραγματικά, όμως, διαφοροποίησε και χαρακτήρισε τη Λόκαλ, ήταν η απόφαση του Φώτη να στηρίξει από την πρώτη στιγμή τις Ελληνικές μικροζυθοποιίες που τότε το 2010-11 άρχισαν να πληθαίνουν και να διεκδικούν πιο δυναμικά ένα μερίδιο αγοράς από την κυριαρχία των Μάκρο. Η Septem για παράδειγμα, ως η εξέχουσα μίκρο τις εποχής, πήρε γρήγορα θέση στις βρύσες της Τοπικής. Οι γευστικότατες Ale της Septem βελτιώθηκαν μέσα στην παμπ, μετά από αλληλεπίδραση του ιδιοκτήτη της Σοφοκλή Παναγιώτου, του Φώτη και όλων εμάς που τις δοκιμάζαμε.
Αποκορύφωμα της συνεργασίας των δυο ήταν και η δημιουργία, τον Μάρτιο του 2013, της αξεπέραστης Septem A.C.E., μιας Imperial IPA, μοναδικής για τα δεδομένα της Ελληνικής αγοράς, καταφέρνοντας μάλιστα να αναδειχθεί ως η καλύτερη Ελληνική μπύρα στα Ratebeer Awards του 2014. Παράλληλα, στις κάνουλες της Τοπικής βρήκαν θέση και οι οικοζυθοποιοί και όλοι οι gypsy brewers, ενώ κάθε νέα προσπάθεια στη ελληνική κραφτ σκηνή έβρισκε άμεση στήριξη.
Βαδίζοντας στα χνάρια της μικροζυθοποιίας Craft (της πρώτης Ελληνικής μικροζυθοποιίας, η οποία ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1997 ανοίγοντας το πρώτο ζυθεστιατόριο στο Χαλάνδρι), ο Φώτης προχώρησε τον Μάρτιο του 2017 στη δημιουργία της νανοζυθοποιίας Αναστασίου, ως ένα απολύτως φυσιολογικό συμπλήρωμα της Τοπικής. Ξεκινώντας με 3 ετικέτες το 2017, ξεπέρασε τις 40 μέσα σε 3 χρόνια, δίνοντας μας ολόφρεσκιες μπύρες, στην κυριολεξία από την παραγωγή στην κατανάλωση.
Μπαίνοντας σε λίγες μέρες σε μια νέα δεκαετία, ας
ελπίσουμε τα μαγαζιά να καταφέρουν να επιβιώσουν σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση
και να επανέλθουμε στα αγαπημένα μας μπυροπόστα. Εις το επανιδείν!
Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018
Brouwerij 3 Fonteinen: Η ιστορία των βελγικών lambic μέσα από μια ζυθοποιία
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Gaston Debelder και η σύζυγός του Raymonde Dedoncker αποφάσισαν να ανταλλάξουν την αγροτική ζωή στο Halle με μια καριέρα στην μπύρα. Το 1953 το ζευγάρι αγοράζει ένα σπίτι το οποίο λειτουργούσε ως μπαρ και geuze blendery από το 1887. Αυτό το κτίριο, το οποίο βρίσκεται στην οδό Hoogstraat του Beersel, ανήκε στον Jean-Baptiste Denaeyer, πρώην δήμαρχο του Beersel και επίσης αφοσιωμένου geuze blender.
Ο Gaston και η Raymonde βάφτισαν την brasserie «3 Fonteinen» αμέσως αφού την ανέλαβαν. Πολύ σύντομα ο Gaston έγινε και ο ίδιος ειδικός στην ευγενή τέχνη του blending. Lambik και geuze δεν ήταν καινούριες έννοιες για το ζεύγος Debelder: ο Arthur Debelder, θείος του Gaston, ήταν ένας επιτυχημένος geuze blender στο Lot από τις αρχές του 19ου αιώνα. Άρα το μυστικό της lambik δεν υπήρχε μόνο στην ατμόσφαιρα, έτρεχε στο ίδιο τους το αίμα.
Μετά από εννέα χρόνια, το 1961, η οικογένεια Debelder αγοράζει ένα ακίνητο στην πλατεία της εκκλησίας του Beersel. Το κτίριο κατεδαφίστηκε, αλλά η αποθήκη, κάτω από την σημερινή αίθουσα τελετών, διατηρήθηκε. Ο Gaston σκάβει το δικό του κελάρι κάτω από το κτίριο καθώς το πάθος του για το geuze blending συνεχίζει να μεγαλώνει. Αυτοί οι υπόγειοι χώροι αποθήκευσης είναι ιδανικοί για να αφεθούν μπουκάλια blended lambik να επαναζυμωθούν σε geuze και να ωριμάσουν για αρκετά χρόνια. Τα κελάρια του εστιατορίου εφάπτονται του ζυθοποιείου ακόμα και σήμερα.
Το μπαρ υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές τις δεκαετίες του 60 και 70. Μεταξύ άλλων φιλοξένησε την λογοτεχνική λέσχη “Mijol”, υπό την προεδρία του θρυλικού Φλαμανδού συγγραφέα Herman Teirlinck, ο οποίος ζούσε στο Beersel από το 1935. Πολλοί Φλαμανδοί συγγραφείς, καλλιτέχνες και πολιτικοί (π.χ. Gerard Walschap, Ernest Claes, και Marc Galle) περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους εδώ, παίζοντας «mijolbak» (δημοφιλές παιχνίδι παμπ).
Έως και πριν από μερικά χρόνια, θεωρούνταν ότι η ονομασία «3 Fonteinen» προερχόταν από το πορσελάνινο σύστημα κανουλών το οποίο υπήρχε πάντα στο μπαρ. Ακόμα και σήμερα, lambik, faro και kriekenlambik της 3 Fonteinen ρέουν άφθονες από αυτό. Ωστόσο, η αρχική ονομασία Fonteinen αναφέρεται στις πηγές που αναβλύζουν από την μικρή κοιλάδα πίσω από το Laarheide και το σημερινό ζυθοποιείο 3 Fonteinen, στην κορυφή του λόφου στο Beersel. Εκτός αυτού, η 3 Fonteinen ήταν το κατεξοχήν ποτοπωλείο για πολλούς κατοίκους των Βρυξελλών οι οποίοι πλημμύριζαν την πλατεία του χωριού τα σαββατοκύριακα για να απολαύσουν ψωμί με «plattekeis» (φρέσκο λευκό τυρί) και guis (τοπική ονομασία για το geuse).
Armand, Gaston, Guido Debelder, 1980s |
Το 1982 οι γιοί του Gaston, ο Armand και ο Guido, αναλαμβάνουν την κουζίνα και το blendery.
Μετά από χρόνια επιτυχίας στο εστιατόριο και το geuze blending, ο Gaston και η Reymonde άφησαν την επιχείρησή τους στους γιούς τους Armand και Guido. Ενώ ο Guido ανέλαβε την ευθύνη της διαχείρισης και το εστιατόριο, ο Armand έτρεχε την κουζίνα και το ζυθοποιείο geuze. Ο Armand έγινε σεφ το 1974 σε ηλικία 24 ετών, αλλά μαγείρευε από τα 16. Υπό τις οδηγίες του, το μενού επεκτάθηκε σημαντικά με (νέες εκδόσεις) τοπικών πιάτων, οι οποίες χρησιμοποιούσαν lambik, faro και geuze ως συστατικά. Ορισμένες από αυτές τις συνταγές εξελίχθηκαν σε πραγματικά κλασσικά πιάτα τα οποία σερβίρονται έως και σήμερα! Κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Armand είχε κληρονομήσει την ''μύτη'', τις ικανότητες και την εμπειρία από τον πατέρα του και χρησιμοποίησε τα ταλέντα του για να συνεχίσει την ευγενή τέχνη του blending. Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 80 και του 90, το εστιατόριο γνωρίζει σημαντική επιτυχία. Ο Armand ακόμη αναπολεί με νοσταλγία τα καλοκαίρια που έπρεπε να κόψουν και να τηγανίσουν περισσότερο από ένα τόνο πατάτες κάθε εβδομάδα, ή τα μύδια που μαγειρεύονταν ανά ντουζίνες κιλά. Εν τω μεταξύ, η geuze τους συνέχιζε να ρέει....
Το εστιατόριο μπορεί να γνώριζε άνθιση αλλά μια πολύ σημαντικότερη πρόκληση είχε αρχίσει να αναδύεται: περίπου το 1990 η κατανάλωση geuze άγγιξε τα απολύτως κατώτατα επίπεδα της. Αυτό οφειλόταν στην μετατόπιση της κατανάλωσης προς τις φτηνές pils, τις γλυκές φρουτόμπυρες και το κρασί.
Εξετάστηκε η πιθανότητα να σταματήσει εντελώς το blending στις geuze. Η αυθεντική μέθοδος με την οποία ο Armand και ο Gaston εξασκούσαν την τέχνη τους δεν απαιτούσε μόνο πολύ χρόνο και υπομονή, αλλά και κεφάλαια. Η παραγωγή και το απόθεμα lambik έπρεπε να χρηματοδοτείται τουλάχιστον τρία χρόνια νωρίτερα για την αγορά των βαρελιών, της ίδιας της μπύρας και το πάγιο κόστος του προσωπικού.
Το 1993, το βραβείο Objectieve BierProevers (το οποίο απονέμεται σε διακεκριμένες προσωπικότητες του κόσμου της Βελγικής ζυθοποιίας), απονεμήθηκε σε τρεις αυθεντικούς geuze blenders: 3 Fonteinen, Hanssens Artisanaal και Moriau. Αυτή ήταν η υποστήριξη που χρειαζόταν ο Armand για να πειστεί ακόμη περισσότερο ότι «η lambik και η geuze έχουν μέλλον, επειδή είναι τοπικές και είναι δικές τους».
Η μπύρα lambik έχει ένα προφανή δεσμό με το «terroir» μας και αυτή η κληρονομιά μας δεν μπορεί να αναπαραχθεί με τεχνητά μέσα.
Το 1997 Ο Armand Debelder εξελίσσεται ως ζυθοποιός και blender. Η αποφασιστικότητα και η πίστη του Armand στο μέλλον της lambik δεν επρόκειτο να είναι εύκολη υπόθεση. Αυτό φάνηκε όταν ο Gaston - ο οποίος είχε δει την πτώση της κατανάλωσης geuze να συμβαίνει μπροστά στα ίδια του τα μάτια – θεώρησε τρελό τον ίδιο του τον γιο. «Geuze πίνουν μόνο οι γέροι πλέον», ο Armand θυμάται να λέει ο πατέρας του. Ευτυχώς όμως ο Armand κληρονόμησε επίσης την ισχυρογνωμοσύνη και την επιμονή του πατέρα του. Επέλεξε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την lambik και την geuze, και ξεκινά την δική του εταιρεία το 1997. O Guido αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο του εστιατορίου το 2002.
Τον ίδιο χρόνο, ο Armand ιδρύει το HORAL (High Council for Artisanal Lambic Beer) μαζί με μερικούς άλλους ζυθοποιούς και blenders. Τον Νοέμβριο του 1997 επιτέλους συμβαίνει: ο Armand αρχίζει να φτιάχνει μπύρα ο ίδιος και η ζυθοποιία 3 Fonteinen αρχίζει επίσημα την παραγωγή. Ο Armand ετοιμάζει το δικό του γλεύκος σε ένα μικρό σύστημα στον αριθμό 2 της οδού Hoogstraat. Το ζυθοποιείο βρίσκεται σε αυτή την τοποθεσία έως και σήμερα.
Τα επόμενα χρόνια αποδεικνύεται ότι ο Armand είχε δίκιο. Το τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές ενδιαφέρον για τις μπύρες lambik και geuze αναζωπυρώνεται. Το Toer De Geuze και το Open Bier Dagen καθώς και πολυάριθμες πρωτοβουλίες του τουριστικού κλάδου παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό.
Εν τω μεταξύ η 3 Fonteinen συνεχίζει να αναπτύσσεται και περίπου το 2008 η εταιρεία καθίσταται και οικονομικά υγιής. Η ετήσια παραγωγή εκείνη την περίοδο ανέρχεται σε περίπου 800 εκατόλιτρα ανά έτος. Αυτό απαιτεί την αγορά όλο και περισσότερων ξύλινων βαρελιών. Εκείνη την περίοδο τα δοχεία είναι ήδη διανεμημένα σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες: δύο στο Beersel (Hoogstraat και Laarheide) και ένα στο Essenbeek Halle (Zavestraat).
Όλα μοιάζουν να πηγαίνουν τέλεια για την 3 Fonteinen, έως την νύχτα μεταξύ 15ης και 16ης Μαρτίου του 2009…
Το πρωί του Σαββάτου, 16 Μαΐου 2009, o Armand άνοιξε την πόρτα της αποθήκης στο Halle. Μια ριπή καυτού αέρα τον πέταξε κυριολεκτικά κάτω, και ενστικτωδώς έτρεξε μέσα στο ζεστό δωμάτιο. Αυτός ο χώρος, γεμάτος με φιάλες σε διαδικασία επαναζύμωσης και ωρίμανσης, συνήθως διατηρείται σε μια θερμοκρασία 18 βαθμών κελσίου. Αυτή διασφαλίζεται από ένα θερμαντικό στοιχείο το οποίο ελέγχεται από ένα θερμοστάτη. Εκείνη την ημέρα υπήρχαν αποθηκευμένες περίπου 80.000 φιάλες…
Λόγω μιας βλάβης του θερμοστάτη η θερμοκρασία ανέβηκε στους 60-70 βαθμούς Κελσίου για τουλάχιστον μία, αλλά πιθανότατα για τρεις ολόκληρες ημέρες. Έως τότε τουλάχιστον 13.000 φιάλες είχαν εκραγεί λόγω πίεσης. Σε κατάσταση σοκ ο Armand σκεφτόταν ένα μόνο πράγμα: «τελείωσαν όλα», αφού το θερμό δωμάτιο περιέχει απόθεμα προς πώληση, συνεπώς και εισοδήματα, ενός έτους. Ωστόσο η Lydie Hulpiau, σύζυγος του Armand, και μια χούφτα άλλοι άνθρωποι ανέλαβαν να βοηθήσουν τον Armand προκειμένου το ζυθοποιείο να αναγεννηθεί από τις στάχτες του μετά το περιστατικό.
Ζυθοποιοί βοήθησαν την 3 Fonteinen παραχωρώντας παράταση πληρωμών και δωρεές από την πώληση μπυρών φτιαγμένων για την περίσταση. Ο δάσκαλος τεχνικών απόσταξης, μαθήματα του οποίου είχε παρακολουθήσει ο Armand, πρότεινε να αποστάξουν την geuze. Μετά από μερικές δοκιμές, η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία. Τα επόμενα δύο σαββατοκύριακα 100 περίπου εθελοντές βοήθησαν να αδειάσουν 65.000 φιάλες μπύρας. Αυτές αποτέλεσαν την βάση του Armand’ Spirit, ένα eau de vie (μπράντυ φρούτων ) με χαρακτηριστικά geuze, η απόσταξη του οποίου πραγματοποιήθηκε από το αποστακτήριο Distillerie de Biercée.
O Armand είχε επίσης λίγη από την lambik του σε δρύινα βαρέλια, την οποία θα χρησιμοποιούσε για μελλοντικά blends. Κάποιοι φίλοι του από την Αμερική έδωσαν στον Armand την έμπνευση να δημιουργήσει ένα ειδικό blend το οποίο αποτελούταν αποκλειστικά από lambik της 3 Fonteinen. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε μια μοναδική σειρά blend: η Armand’ 4, Lente, Zomer, Herfst και Winter. Η σειρά Armand’ 4 έγινε επιτυχία: με το πανέμορφο σχέδιο της φιάλης και ακολουθώντας το αλάνθαστο ένστικτο μάρκετινγκ της Lydie, οι πωλήσεις ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.
Έως το 2011, ο Armand είχε πουλήσει το ζυθοποιείο και είχε επενδύσει μεγάλα ποσά από τα δικά του χρήματα στην επιχείρηση. Με την υποστήριξη φίλων, οικογένειας, υποστηρικτών και τις πωλήσεις των geuze Armand’ 4 και του Armand’ Spirit, συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα τα οποία επέτρεψαν στην 3 Fonteinen να επιβιώσει οριακά και να αρχίσει και πάλι το blending της geuze.
Armand & Michaël, photo by http://drinkbelgianbeer.com/ |
Έχοντας μόλις ανακάμψει, αλλά αποφασισμένος όσο ποτέ να συνεχίσει, ο Armand αρχίζει να αναζητά ένα νέο υπάλληλο το 2010. Στον Michaël Blancquaert, 26 χρονών τότε, βλέπει μια νεότερη εκδοχή του εαυτού του: πιστός στην παραδοσιακή διαδικασία και παθιασμένος με την παράδοση, πάντα πρόθυμος να μάθει και αποφασισμένος να επιδιώξει την απόλυτη ποιότητα. Σύντομα ο Armand και ο Michaël ανακοινώνουν την επιθυμία τους να αρχίσουν και πάλι την ζυθοποίηση. Τον Σεπτέμβριο του 2012 ένα μικρό σύστημα με δοχείο ψύξης 4000 λίτρων αρχίζει να λειτουργεί στην Hoogstraat 2A. Έως το τέλος του 2012 οι δραστηριότητες της 3 Fonteinen εξαπλώνονται όσο ποτέ. Με όχι λιγότερες από τέσσερεις διαφορετικές τοποθεσίες, η οργάνωση της μεταφοράς lambik και έτοιμων φιαλών έγινε εφιαλτική. Αυτή η οργάνωση της εφοδιαστικής αλυσίδας επιβάρυνε την εταιρεία με 200 ανθρωποημέρες ετησίως.
Για αυτό το λόγο από τα μέσα του 2013 ξεκίνησε μια εντατική προσπάθεια αναζήτησης νέου χώρου, με κύριο σκοπό την συγκέντρωση όλων των φάσεων της παραγωγικής διαδικασίας, εκτός της ίδιας της ζυθοποίησης (η οποία παραμένει έως και σήμερα στο Beersel). Και όλα αυτά κατά προτίμηση μέσα ή κοντά στο Beersel. Ένα Σάββατο πρωί το καλοκαίρι του 2013 ο Armand και ο Michaël μιλούσαν σε κάποια άτομα του κύκλου σχετικά με αυτό το σχέδιο. Εκείνη την στιγμή μπήκε ο Werner Van Obberghen για να αγοράσει την κάσα geuze του. Έντεκα χρόνια πριν ο Werner είχε γράψει την πτυχιακή του εργασία σχετικά με τα προβλήματα των μικρών παραδοσιακών geuze blenders και το 2012 παρακολούθησε το ίδιο σεμινάριο ζυθοποίησης με τον Michaël.
Παρόλο που δεν ήταν άγνωστοι, ο Werner το θεώρησε τιμή του όταν ο Armand τον κάλεσε στο γραφείο του για να μιλήσουν για τα σχέδιά τους. Ο Werner πρότεινε να συντάξει εθελοντικά ένα επιχειρηματικό σχέδιο για τις μελλοντικές επενδύσεις. Μετά από πολλές ανταλλαγές ιδεών, υπολογισμούς και συζητήσεις, ο Werner στις αρχές του 2014 εξέφρασε την επιθυμία να βοηθήσει ο ίδιος στον συντονισμό αυτών των σχεδίων. Το 2015 οριστικοποιήθηκε η συμφωνία για την τελική τοποθεσία.
Στην οδό Molenstraat 47 στο Lot, λίγα μόλις μέτρα από τον ποταμό Zenne δημιουργήθηκε ο καταπληκτικός χώρος Lambik-O-Droom. Αυτός ο «ναός» των lambik, 5.500 τ.μ., στεγάζει τα πολυάριθμα βαρέλια ωρίμανσης (τρία χρόνια κατά μέσο όρο μένουν οι lambik), το χώρο συντήρησης των φιαλών, τη γραμμή εμφιάλωσης και βεβαίως το tasting room και το retail shop. Το Lambik-O-Droom άνοιξε τελικά τις πόρτες του για το κοινό τον Σεπτέμβριο του 2016 με τις Open Beer Days και από τότε δίνει την ευκαιρία σε κάθε μπυρόφιλο να επισκέπτεται την 3F και να γεύεται επί τόπου τόσο τις τρέχουσες κυκλοφορίες, όσο και περιορισμένα vintage μπουκάλια.
Επιμέλεια κειμένου: Φ.Α.
Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018
Ένας δρυΐδης της μπύρας
Η φιγούρα του Πανοραμίξ, ο οποίος ετοιμάζει τον μυστικό μαγικό ζωμό στο καζάνι που βράζει, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στις ιστορίες του Αστερίξ. Σαν τον Πανοραμίξ λοιπόν και ο Βασίλης Γκλέτσος βράζει τα δικά του «μαντζούνια», ρίχνοντας στο καζάνι τα υλικά που έχει συλλέξει ο ίδιος, συχνά και με τη βοήθεια των παιδιών του, κατά τη διάρκεια περιπάτων στα πλούσια δάση του Βερμόντ της Αμερικής. Λουλούδια και βότανα, άγρια μανιτάρια, λειχήνες, αλλά ακόμα και φύλλα και φλοιοί δέντρων είναι μερικά από τα συστατικά που χρησιμοποιεί ο Βασίλης στους «μπυραματισμούς» του.
Photo by Vasilis Gletsos |
Vasilis Gletsos - Photo by The New School |
Ο Vasilios Peter Gletsos, με καταγωγή από τη Στυλίδα Φθιώτιδας, ξεκίνησε σπουδάζοντας και εξασκώντας την τέχνη του κουκλοθέατρου. Κατά τη διάρκεια των περιοδειών του με το θέατρο, είχε την ευκαιρία να δοκιμάζει νέες craft μπύρες, ενώ παράλληλα ως φαν της DIY κουλτούρας έφτιαχνε και τις δικές του στο σπίτι. Το 2005 άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την ζυθοποίηση και περνώντας από διάφορα πόστα και ζυθοποιίες στη σκηνή του Oregon, κατέληξε το 2014 στη θέση του production manager στη φημισμένη ζυθοποιία Hill Farmstead στο Greensboro του Βερμόντ, ύστερα από τη γνωριμία του με τον Shaun Hill.
Η δουλειά του στη Hill Farmstead του επέτρεψε το 2016 να λανσάρει τις δικές του ιδιαίτερες μπύρες μικρής παραγωγής με την επωνυμία Wunderkammer Bier. Wunderkammer στα γερμανικά σημαίνει δωμάτιο θαυμάτων, ενώ είναι ευρέως γνωστό και ως «cabinet of curiosities». Στην περίοδο της Αναγέννησης συνηθίζονταν να τοποθετούνται σε βιτρίνες ή και ολόκληρα δωμάτια ατομικές συλλογές από παράταιρα, αξιοπερίεργα και εξωτικά αντικείμενα όπως ταριχευμένα ζώα και έμβρυα, σκελετοί, απολιθώματα, πολύτιμες πέτρες, ιστορικά κειμήλια, αρχαιολογικά ευρήματα, πίνακες ζωγραφικής, είδη λαϊκής τέχνης και πολλά άλλα. Θεωρούνται και οι πρόδρομοι των σημερινών μουσείων.
Τέτοιες μικρές συλλογές φυσικής ιστορίας θυμίζουν και οι ζυθο-δημιουργίες του Βασίλη. Με το project Wunderkammer Bier θέλησε να συνδυάσει το ενδιαφέρον του για το παράξενο και την τοπική χλωρίδα με την εμπειρία του στη ζυθοποίηση, ώστε να δώσει μια σειρά από λίγο διαφορετικές μπύρες με κυρίαρχο τον γήινο χαρακτήρα.
Από τις οκτώ μπύρες που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής, είχαμε της ευκαιρία να δοκιμάσουμε τις πέντε, χάριν στον ίδιο τον Βασίλη. Το σώμα τους ήταν γενικά ελαφρύ προς μέτριο με χαμηλή ανθράκωση και όλες είχαν υποστεί ζύμωση σε δρύινα βαρέλια. Τα αρώματα και οι γεύσεις έβγαιναν διακριτικά. Η ισορροπία ήταν η λέξη κλειδί. Καμία δεν ήταν ιδιαίτερα ξινή και όξινη. Περισσότερο στιφές θα τις έλεγες, με το κίτρο να δίνει τον ρυθμό και τη μαγιά να βγαίνει στο άρωμα.
Αν και όλες μας άρεσαν, ξεχωρίσαμε την «Stone Axe, Skull Fragments», μια wild ale «μαγειρεμένη» με καλαμπόκι, φασόλια και κολοκύθα και ζυμωμένη με μικτές καλλιέργειες μικροοργανισμών. Ήταν η πιο «προσιτή» και εύγεστη. Ψωμί, βότανα και κίτρο έβγαζε κυρίως στο άρωμα και ισορροπούσε κάπου μεταξύ γλυκού και πικρού. Επίσης, ξεχώρισε και η «Fertility Statues and Symbols», μια ale με βρώμη, και αγριαψιθιά στη ζύμωση. Ενδιαφέρον είχε και η 2η της σειράς, η Bufo, η οποία έβγαζε κάτι σε βρώμικες κάλτσες και κλεισούρα…χωρίς όμως να χαλάει το άρωμα. Όχι δεν οφειλόταν αυτή η μυρωδιά σε βατραχοπόδαρα (δεν περιείχε), αλλά μάλλον στα άγρια μανιτάρια, στις λειχήνες και στα φύλλα που χρησιμοποιήθηκαν κατά το βρασμό. Τέλος αξίζει να αναφερθεί και η «Del Arboles», μια συνεργασία της Wunderkammer με τη συντοπίτισσα Casita Cerveceria. Πρόκειται για μια ale με άρκευθο, κέδρο και πεύκο.
Οι Wunderkammer Bier είναι μια εξερεύνηση στο δάσος και στις άγνωστες πτυχές τις γευστικής παλέτας. Η εξερεύνηση συνεχίζεται…
Ο Βασίλης φιλοτεχνεί ο ίδιος τις όμορφες και λιτές του ετικέτες |